-
1 скоба
1. (стр) ο συνοχεύς, ο σφιγκτήρας, η αγκύλη καθήλωσης δομικών λίθωνякорная - το αγκύλιο/δάκτυλο της άγκυρας2. (калибр) о μετρητής των εξωτερικών διαστάσεωντο μικρόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скоба
1 скоба
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скоба